[:EL]
Σήμερα όταν μας ρωτάνε τι επάγγελμα θέλουμε να κάνουμε όταν μεγαλώσουμε, το πιο πιθανό είναι να απαντήσουμε κάτι ανάμεσα σε δικηγόρος ή γιατρός. Κάποτε η απάντηση στο “τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις” ήταν σαλεπάς, γανωτής, πεταλωτής, νερουλάς, ντελάλης, γαλατάς.
Σήμερα τα χειρωνακτικά επαγγέλματα αντιμετωπίζονται με απαξίωση, καθώς οι νέοι προτιμούν τα λεγόμενα “πνευματικά” επαγγέλματα που θα τους εξασφαλίσουν την πολυπόθητη κοινωνική καταξίωση. Κάποτε, όμως, τα παιδιά συνέχιζαν την οικογενειακή τέχνη και διαδέχονταν τους γονείς τους.
Στο σήμερα λοιπόν, γνωρίσαμε 2 ανθρώπους, που αν και το επάγγελμά τους θεωρείται πλέον “νεκρό”, οι ίδιοι κρατούν ζωντανές μέσα τους τις αναμνήσεις της ένδοξης περιόδου των χειρωνακτικών επαγγελμάτων.
Ας τους γνωρίσουμε!
Όνομα: Δημήτριος Αθανασούλης
Επάγγελμα: Σιδηρουργός
Συναντήσαμε τον κύριο Αθανασούλη ένα απόγευμα στο χωριό Ορφανά Καρδίτσας. Εκεί είναι γνωστός με το παρατσούκλι «Γκλαβάνης», το οποίο σχεδόν έχει αντικαταστήσει το κανονικό του επώνυμο. Σήμερα, στα 88 του χρόνια, ή καλύτερα στα «80 και 8» όπως λέει ο ίδιος, μας μιλάει με νοσταλγία για το επάγγελμα του σιδηρουργού.

Δ.Α.: Ως σιδηρουργός ξεκίνησα το 1967. Το σιδηρουργείο το είχε ο πατέρας μου πριν γεννηθώ. Μετά ανέλαβα εγώ. Έτσι μπήκα στη δουλειά.
Τότε, έρχονταν πελάτες από όλα τα διπλανά χωριά σε μένα. Κι από που δεν έρχονταν! Υπήρχαν κι άλλα σιδηρουργεία γύρω, αλλά έφτιαχναν διαφορετικά πράγματα, πόρτες για παράδειγμα. Το χωριό εδώ ήταν μικρό. Αν είχα μόνο αυτό, θα έφτανα ίσα ίσα να καπνίσω τσιγάρα. (γέλια)

Έφτιαχνα γεωργικά εργαλεία: ινιά (κοφτερό εξάρτημα αλετριού), κοπίδια, τρυπάνια. Έρχονταν και μου έλεγαν θέλω αυτό μέχρι αύριο. Έπρεπε να το φτιάξω! Ο άλλος είχε ανάγκη. Βλέπεις τότε δεν τα είχαμε έτοιμα. Τα φτιάχναμε στη λίμα (που τροχίζει τα σίδερα).
Ήθελε τέχνη η βαφή. Έπρεπε το σίδερο να έχει το χρώμα του φιδιού πριν μπει στο νερό και χτυπηθεί. Λέει και το τραγούδι «Εάν το πετύχω στη βαφή, πολλές καρδιές θα κάψει». Άμα δεν πετύχαινε η βαφή ή θα έσπαγε ή δεν θα έκοβε τίποτα.

Στην αρχή, είχαμε το φυσερό (μηχάνημα που έβγαζε αέρα για να ανάβουν τα κάρβουνα) και το αμμώνι (σιδερένια επιφάνεια όπου χτυπούσαν τα σίδερα). Τα σίδερα τα κολλούσαμε στην βράση, στην φωτιά. Γι’ αυτό λέει η παροιμία «στην βράση κολλάει το σίδερο».
Μετά ήρθε το ρεύμα και η ηλεκτροκόλληση. Όταν βγήκαν τα βιομηχανικά αλέτρια, μου έφερναν τα ινιά που δεν έκοβαν για να τα φτιάξω παραξύνα (κοφτερό ινί). Για να φτιάξω 3-4 ινιά ήθελα μισή μέρα. Ένα ινί, την εποχή, κόστιζε 3 κατοστάρικα (1 ευρώ= 340 δραχμές).

Δούλεψα μέχρι τα 70 μου μόνος μου, χωρίς βοηθό. Μετά δεν μπορούσα άλλο. Τώρα είμαι 80 και 8 (χρονών). Πάνω στην ανάπτυξη! Δεν βαριέσαι! (γέλια)
Κράτησα τα εργαλεία 1-2 χρόνια αφού σταμάτησα, μήπως και ήθελε να αναλάβει κάποιος άλλος το σιδηρουργείο, αλλά δεν βρέθηκε κανένας. Κανένα από τα παιδιά μου δεν ήθελε να συνεχίσει. Μα δεν ήθελα ούτε εγώ! Έτσι, δώρισα στο Μουσείο στην Ιτέα τσιμπίδες, σφυριά, αμμώνι, φυσερό.

Σήμερα, δεν βλέπω κανέναν να κάνει χειρωνακτικό επάγγελμα. Δεν δουλεύει ο κόσμος.
Ήταν βαριά δουλειά. Είχε κόπο. Επικίνδυνη δεν ήταν. Ήθελε προσοχή μόνο με τη φωτιά. Ευτυχώς με φύλαξε ο Θεός και δεν είχα κανένα ατύχημα όλα αυτά τα χρόνια.

Μου άρεσε το επάγγελμα. Βέβαια! Την έκανα με μεράκι τη δουλειά. Αφού σηκωνόμουν νύχτα για να φτιάξω τα ινιά. Μεγάλη τέχνη!
Όνομα: Ναπολέων Παπαευαγγέλου
Επάγγελμα: Ράφτης παραδοσιακών στολών
Ο κύριος Ναπολέων μας υποδέχτηκε στο σπίτι του στο χωριό Αρτεσιανό Καρδίτσας, όπου διατηρεί ακόμη και σήμερα το εργαστήριό του. Μας εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια τα επιμέρους κομμάτια που αποτελούν μια παραδοσιακή στολή και με υπερηφάνεια μας παρουσίασε μερικά που είχε ήδη ολοκληρώσει. Στα λόγια του ήταν εμφανής η αγάπη που τρέφει για το επάγγελμά του, αυτό του ράφτη παραδοσιακών στολών.

Ν.Π.: Έχω από το 1957 που εργάζομαι. Από το χωριό πέρασαν 21 ραφτάδες. Το καλύτερο χωριό για στολές ήταν το δικό μας. Πήγα μαζί τους και έμαθα εκεί.
Παλιά ήταν καλά. Παίρναμε καλά λεφτά. Είχαμε όρεξη, αλλά είχαμε και δουλειά. Σηκωνόμουν από τις 4 το πρωί και δεν είχα τι ώρα θα τελειώσω. Έδινα τον λόγο μου στον άλλον ότι θα την τελειώσω την στολή. Τώρα κουράζομαι και δεν έχω το ίδιο κουράγιο.

Ξεκινάω από την άσπρη στολή (βάση). Αυτές δεν υπάρχουν πλέον. Πρέπει να τις παραγγείλουμε από Αθήνα και εάν έχουν να μας φέρουν. Κι αν δεν ξέρεις τι υλικά θα σου φέρει, θα σου φέρει ότι να ναι. Δεν θέλω εγώ τέτοια, δεν παίρνω. Μετά βάζω το σαγιά, το γιλέκο, τα καβάδια, τις χούφτες, την ποδιά την μεταξωτή, την ποδιά την κεντητή, τον χαστά και τα φλουριά.
Υπάρχουν κανονισμοί για τις στολές. Βάζουμε υποχρεωτικά πράσινη δαντέλα. Δεν μπορείς να βάλεις κόκκινη. Αυτά είναι τα καραγκούνικα, τα αυθεντικά. Υπάρχουν και διαφορετικά σχέδια στην ποδιά ανάλογα με τον τόπο.

Η στολή έχει πολύ δουλειά! Χρειάζονται 40 μέρες για να φτιάξω μία. Πρέπει να τα φτιάξω όλα, ένα κι ένα. Τα φτιάχνω όλα στη μηχανή. Η ποδιά μόνο παίρνει πάνω από εβδομάδα, 10 μέρες. Είναι όλη κεντητή στο χέρι. Τα σχέδια τα φτιάχνω μόνος μου. Κάνω πολλά σχέδια γιατί είμαι «άρρωστος» με την δουλειά. (γέλια)
Συνεργάζομαι με παραδοσιακούς συλλόγους στο χωριό και στην Καρδίτσα. Μια στολή στοιχίζει περίπου 1200 ευρώ. Είναι ακριβές, αλλά τώρα τις δίνουμε «σκοτωμένες» (σε μειωμένη τιμή).
Παλιά, την στολή την φορούσαν οι νέες σε γάμο, στην εκκλησία, στα πανηγύρια. Όχι κάθε μέρα. Ήταν η καλή η στολή. Όταν βγήκαν τα έτοιμα φορέματα, έπεσε πολύ η δουλεία.
Τώρα στην Καρδίτσα δεν είναι άλλος που να φτιάχνει στολές. Τώρα δεν δουλεύει κανένας! Τελευταίος είμαι εγώ τώρα. Να δούμε μέχρι πότε θα μπορώ να δουλεύω.
Το επάγγελμα τελειώνει, δεν υπάρχει.

Μου αρέσει η δουλεία μου, γι’ αυτό και συνεχίζω! Αλλιώς δεν περνάει η ώρα.
Ευχαριστώ θερμά τους κυρίους Δημήτριο Αθανασούλη και Ναπολέων Παπαευαγγέλου που μας διέθεσαν τον χρόνο τους για μια όμορφη συζήτηση και την κυρία Θεοδώρα Μπλουγουρά για την ευγενική υποδοχή στο Μουσείο της Ιτέας. Ευχαριστίες και στην Δήμητρα Παπακώστα για την φωτογραφική κάλυψη των συνεντεύξεων.
Για να διαβάσετε το 1ο μέρος των συνεντεύξεων, πατήστε εδώ![:]