ἐρωτηθεὶς <sc. Διογένης> πόθεν εἴη, “κοσμοπολίτης,” ἔφη.
(Διογένης Λαέρτιος, Βίοι, 6.63)
Μέχρι και το 1922, λίγο πριν τη μεγάλη καταστροφή της Σμύρνης, μπορούσε κανείς σε αυτή την τόσο κοσμοπολίτικη πόλη να εντοπίσει ανθρώπους από διαφορετικές εθνότητες. Ανθρώπους με διαφορετικές θρησκείες και ιδεολογίες. Ένα κράμα πολιτισμών. Μια Βαβέλ από γλώσσες και κουλτούρες που έσμιγαν και συνυπήρχαν αρμονικά μεταξύ τους, δημιουργώντας έναν όμορφο και ιδιαίτερο πίνακα τέχνης.

Δεν ήταν, όμως, μόνο η Σμύρνη που εμφάνιζε αυτή την τόσο εκθαμβωτική κοσμοπολίτικη ζωή. Άλλα μεγάλα αστικά κέντρα του πλανήτη, όπως το Παρίσι και η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ήταν πυρήνες αυτού που ονομάζουμε σήμερα «κοσμοπολιτισμός». Ενός φαινομένου ιδιαίτερα γοητευτικού, όπου η διαπολιτισμικότητα και η αρμονική συνύπαρξη ανθρώπων με διαφορετική ταυτότητα κυριαρχούν. Όπου ο πολιτισμός που φέρει κάθε άνθρωπος μαζί του, δεν προσπαθεί να επιβληθεί στον διαφορετικό πολιτισμό του συνανθρώπου του. Αντιθέτως, όλες οι διαφορετικές κουλτούρες αποτελούν ίσα μέρη ενός κοινού όλου, με τη διαφορετικότητα να αποκτάει μια ξεχωριστή θέση και να μην αποτελεί μειονέκτημα.
Σε αυτό το πολύχρωμο καμβά, γεμάτο από αντίθετα ιδεολογικά συστήματα, καμία κουλτούρα δεν προσπαθεί να επιβληθεί στην άλλη. Δεν υπάρχει κάποιο κυρίαρχο ιδεολογικό σύστημα. Αντίθετα, επικρατεί η ίση μεταχείριση όλων των πολιτισμών ανεξαιρέτως, χάρη στο στοιχείο της ανεκτικότητας που «βασιλεύει» σε μια τέτοιου είδους κοινωνία.
Αυτή, μάλιστα, η ανεκτικότητα -υπό τη θετική χροιά της έννοια- αποτελεί την αιτία της αβίαστης αποδοχής, που εμφανίζουν οι κοσμοπολίτικες κοινωνίες, προς τη διαφορετικότητα και την ισότητα. Γιατί αυτόματα, ζώντας σε ένα τέτοιο κοσμοπολίτικο χώρο, μετατρέπονται όλοι σε πολίτες του κόσμου. Παύουν, δηλαδή, να είναι πολίτες μιας οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής και αυτομάτως γίνονται πολίτες ενός ευρύτερου συνόλου, μιας ευρύτερης κοινότητας.

Όλο αυτό το τόσο έφορο με θετικά συναισθήματα κλίμα είναι, ίσως, και ο λόγος της τόσο ομαλής συμβίωσης όλων αυτών των πολιτισμών μεταξύ τους, καθιστώντας τον κοσμοπολίτη άνθρωπο τόσο ανοιχτό και φιλικό προς τους νέους πολιτισμούς. Άλλωστε, ένα κοινό στοιχείο που έχουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μεταξύ τους είναι ότι βρίσκονται μακριά από την πατρίδα τους. Στην περίπτωση της Σμύρνης, του Παρισιού, της Αλεξάνδρειας, όλες οι διαφορετικές εθνότητες που συμβίωναν σε τούτες τις πόλεις, είχαν αποχωριστεί τον τόπο καταγωγής τους. Είχαν αναμειχθεί με άλλους λαούς, θυμόντουσαν τις παραδόσεις τους αλλά είχαν δεχτεί και επιρροές από τις παραδόσεις των συμπολιτών τους. Όλα αυτά τα βιώματα, οι διαφορετικές επιρροές που δέχεται ακόμη και σήμερα ένας κοσμοπολίτης άνθρωπος, είναι αυτές που τον καθιστούν τόσο εξοικειωμένο και δεκτικό μπροστά σε θέματα όπου η διαπολιτισμικότητα κυριαρχεί.

Στην αρχαιότητα, βέβαια, οι φιλόσοφοι προέβαλαν και μια άλλη πτυχή του θέματος. Αυτή του πολίτη ως μέρος του κόσμου, δηλαδή ενός όλου. Με άλλα λόγια, όλοι ήταν πολίτες, οι οποίοι όμως ως κοινή συνισταμένη δεν είχαν ένα οριοθετημένο γεωγραφικό χώρο -άλλωστε στην αρχαιότητα δεν υπήρχε η ιδέα της πολιτογράφησης ενός ανθρώπου σε ένα κράτος, όπως αυτή παρουσιάζεται στις μέρες μας- αλλά αντίθετα ανήκαν σε μια ευρύτερη οικουμενική κοινότητα. Αν παρατηρήσουμε μερικά χωρία από την αρχαία τραγική ποίηση, θα αντιληφθούμε ότι αυτή η έννοια του κοινοτισμού υποβόσκει σε έννοιες όπως το αγαθό, το κακό κ.α. (Ευριπίδης: απ. 1034 Nauck – Ανδρομάχη 243-244). Τούτοι οι όροι, μάλιστα, προβάλλονται ως πανανθρώπινα γνωρίσματα τα οποία επιδιώκουν να αναδείξουν οι ποιητές μέσα από τα έργα τους.
Πέρα, όμως, από αυτή την πτυχή του αρχαίου κοσμοπολιτισμού, ένα άλλο στοιχείο, το οποίο τον καθιστά διαφορετικό από τη νεότερη εκδοχή του, είναι το γεγονός ότι στην αρχαιότητα κοσμοπολίτης θεωρούνταν σε πολλές περιπτώσεις ο πατρίδος στερημένος. Ένας άνθρωπος που αρνούμενος την πόλη και τα όρια που του θέτει, αναζητά κάτι ανώτερο εντός της οικουμενικότητας του κόσμου. Αυτή η ιδέα είναι ιδιαίτερα εμφανής στους Κυνικούς φιλοσόφους, οι οποίοι παρουσιάζονται ως άνθρωποι ατημέλητοι, χωρίς κάποια πατρίδα, περιπλανώμενοι από περιοχή σε περιοχή. Αυτή η εικόνα διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από τον κοσμοπολίτη άνθρωπο του 19ου και 20ου αιώνα, ο οποίος ομοιάζει αρκετά στο πρότυπο του διανοούμενου που ζει μέσα σε ένα κράμα διαφορετικών ιδεών και πολιτισμών.

Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση των Στωικών και συγκεκριμένα του Μάρκου Αυρηλίου, όλα εκείνα τα κοινά σημεία που διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι, μπορούν να αποτελέσουν τους λόγους που θα μας καταστήσουν πολίτες του κόσμου. Πιο αναλυτικά, εκτός του ότι όλοι συμβιώνουν στον ίδιο πλανήτη, ανεξαρτήτως των όποιων διαφορών τους, έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως είναι η νόηση, ο ορθός λόγος και η σκέψη. Αυτές οι κοινές συνισταμένες αποτελούν τους λόγους για τους οποίους όλοι είναι ίσοι και απαράλλαχτοι, θέτοντας οποιαδήποτε διαφορά, φυλετικής, θρησκευτικής ή οποιασδήποτε άλλης φύσεως σε δεύτερο πλάνο. Σύμφωνα με το εν λόγω χωρίο από «Τά είς εαυτόν (4.4)» του Μάρκου Αυρηλίου:
«Αν η ικανότητα της νόησης είναι κοινή σ’ εμάς τους ανθρώπους, τότε κοινός είναι και ο ορθός λόγος που μας κάνει έλλογα όντα. Αν είναι έτσι, τότε κοινός είναι και ο Λόγος που ορίζει τι να κάνουμε και τι όχι· αν ισχύει αυτό, τότε και ο νόμος είναι κοινός· αν είναι έτσι, τότε είμαστε συμπολίτες· επομένως συμμετέχουμε όλοι σε μια κοινή πολιτεία, και η οικουμένη είναι μια μεγάλη πόλη. Ποιο άλλο κοινό πολίτευμα μπορούμε να πούμε ότι μοιράζεται το ανθρώπινο γένος; Από εκεί λοιπόν, από αυτή την «κοινή πολιτεία», αποκτούμε την ικανότητα να σκεφτόμαστε, να είμαστε λογικοί, να ζούμε με νόμους· από πού αλλού;»

Από όλα τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης διαφορετικές προσεγγίσεις και διαφορετικά κριτήρια έχουν περιβάλλει και νοηματοδοτήσει την έννοια του κοσμοπολιτισμού. Στην αρχαιότητα, ειδικότερα, μερικοί ποιητές έδιναν έμφαση στις πανανθρώπινες αξίες ως κοινές συνισταμένες, μερικοί φιλόσοφοι στην αναζήτηση ενός αγαθού ανώτερου που ενυπάρχει στον κόσμο και ξεφεύγει από τα όρια της πόλης, άλλοι πάλι στον λόγο και στη νόηση. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, υπήρχε πάντα ένα κριτήριο για να καταστήσει όλους τους ανθρώπους ίσους πολίτες του κόσμου.
Εν κατακλείδι, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο κοσμοπολιτισμός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, που ως βάση του έχει τη δημιουργία ενός διαπολιτισμικού περιβάλλοντος, όπου οι διαφορετικές κουλτούρες συνυπάρχουν αρμονικά μεταξύ τους. Διαφέρει από την ιδέα της παγκοσμιοποίησης, ενώ επίκεντρό του έχει την κοινωνική ζωή και επικοινωνία. Ένας πολύχρωμος καμβάς, με άλλα λόγια, όπου οι έντονοι και αντιθετικοί συνδυασμοί χρωμάτων δημιουργούν ένα αρμονικό αποτέλεσμα.