[:EL]Ταξιδεύοντας στην Ευρώπη, πιθανόν θα έχεις βρεθεί σε υπέροχους τόπους και εκθαμβωτικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η «πόλη του φωτός», το ερωτεύσιμο Παρίσι, το εναλλακτικό Βερολίνο, το αξιολάτρευτο Άμστερνταμ στην Ολλανδία, όπου κάθε γωνιά του «μυρίζει» αμαρτία, η αριστοκρατική Βιέννη. Οι χώρες της Μεσογείου με τον εκρηκτικού ταμπεραμέντου κόσμο τους και πολλές ακόμη όμορφες χώρες σε κάθε γωνιά της γηραιάς ηπείρου. Αλλά είναι και τα Βαλκάνια. Ένας τόπος διαφορετικός από τους άλλους. Χώρες που εκτός της όποιας ομορφιάς τους κρύβουν και μία ξεχωριστή κουλτούρα η οποία βρίσκεται σχεδόν σε πλήρη αντίθεση με αυτή της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης. Ταιριάζει μόνο με τους λαούς της Μεσογείου. Όμως κατέχει μία εξαιρετική θέση στο χάρτη, ενώνοντας την Ευρώπη με την Ασία ή αλλιώς τη Δύση με την Ανατολή. Το αξιοσημείωτο είναι ότι περιλαμβάνει (επίσημα) τρεις διαφορετικές θρησκείες, ποικίλες παραδόσεις και πολιτισμικά στοιχεία, ωστόσο αυτά που ενώνουν τους λαούς της είναι περισσότερα από εκείνα που τους χωρίζουν. Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι ανέκαθεν γινόταν λόγος για μία πολυπολιτισμική περιοχή.
(Πατήστε το play όσο διαβάζετε. Ένα υπέροχο τραγούδι από μία πληθυσμιακή ομάδα που ζει στα Βαλκάνια, τους Ρομά. Αποτελεί το soundtrack της ταινίας “Time of the gypsies” του Emir Kusturica)
Χωρίς αμφιβολία, ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα αυτής της χερσονήσου είναι η Σερβία. Μία από τις χώρες που έρχεται πρώτη στο μυαλό κάποιου όταν ακούει τη λέξη «Βαλκάνια». Άλλοτε δημοκρατία-ρυθμιστής της Γιουγκοσλαβίας, ενός από τα σημαντικότερα κράτη που σχηματίστηκαν στην περιοχή. Πρωτεύουσά της είναι το Βελιγράδι, περπατώντας στο οποίο μπορεί να νιώσεις ότι διασχίζεις την Τσιμισκή στη Θεσσαλονίκη ή την Ερμού στην Αθήνα ή οποιαδήποτε άλλη οδό κάποιας ελληνικής πόλης. Όμορφο και ζωντανό μέρος όπου θα δεις τον κόσμο συνέχεια έξω να περπατάει στους μεγάλους δρόμους πλάι στο Δούναβη ή να ρεμβάζει σε κάποιο πάρκο. Σου δίνει τη δυνατότητα να γευθείς νόστιμα γεύματα και να απολαύσεις την αγαπημένη σου μπύρα σε απίστευτα χαμηλές τιμές. Είναι επίσης χώρα πληγωμένη, με τα τραύματα από τον Γιουγκοσλαβικό εμφύλιο και τις βομβιστικές επιθέσεις του ΝΑΤΟ να είναι παντού ορατά. Αποτελεί το μέρος όπου γράφτηκαν οι τελευταίες σελίδες της βαλκανικής ιστορίας και αυτό από μόνο του νομίζω ότι γοητεύει τους εραστές αυτής της επιστήμη, καθώς η πόλη αυτή είναι μια ζωντανή ιστορική πηγή για όποιον την διασχίσει. Υπάρχουν άνθρωποι που τα έζησαν και μπορούν να κοινοποιήσουν τις εμπειρίες τους.



Δεύτερη μεγαλύτερη πόλη είναι το Νόβι Σαντ στην περιοχή της Βοϊβοντίνα. Σαφώς μικρότερο, με πληθυσμό περίπου 300.000 κατοίκους, που ενώ δεν έχει να παρουσιάσει κάτι ιδιαίτερο είναι εξίσου ζωντανό. Ο καιρός συνηθίζει να μεταβάλλεται συχνά και αυτό τον καθιστά επικίνδυνα απρόβλεπτο. Εκεί συνάντησα τον Ivan ο οποίος προθυμοποιήθηκε να με ξεναγήσει στην πόλη. Έχει ρωσική καταγωγή αλλά τα τελευταία δύο χρόνια ζει στο Νόβι Σαντ με τη σύζυγό του και τις δύο γάτες τους. Όπως μου εξήγησε, ήταν προσωπική τους επιλογή να μείνουν εδώ. «Αποφασίσαμε ότι δεν θέλουμε να ζήσουμε στη Ρωσία. Πιστεύουμε ότι δεν ταιριάζουμε με τους ανθρώπους και τη νοοτροπία που επικρατεί εκεί. Εδώ είναι ένα ωραίο και φιλήσυχο μέρος που μας καλύπτει. Τουλάχιστον μέχρι να ανακαλύψουμε κάτι καλύτερο και ύστερα που ξέρεις…». Δεν μπορούσα να μην τον ρωτήσω πως φαίνονται στα δικά του μάτια οι Σέρβοι ως λαός και κατά πόσο βλέπει εκείνος τις πληγές του παρελθόντος στα πρόσωπά τους. «Οι Σέρβοι είναι ευγενικοί και ευχάριστοι ως επί το πλείστον. Έχω αρκετούς φίλους εδώ. Η θλίψη τους είναι εμφανής στην καθημερινότητα. Ακόμα θρηνούν για όσα έγιναν.»


Έχουν περάσει περίπου δεκαεφτά χρόνια από τον τερματισμό των βομβιστικών επιθέσεων που σήμανε το τέλος της γενικότερης αστάθειας και του πολεμικού κλίματος που επικρατούσε από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, στην ευρύτερη περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Είχε ξεκινήσει με την ανεξαρτητοποίηση των πρώτων δημοκρατιών και τον πόλεμο στη Βοσνία, ενώ κορυφώθηκε με την «ανθρωπιστική επέμβαση» του ΝΑΤΟ ώστε να αποτρέψει την αποσταθεροποίηση στην περιοχή του Κοσσυφοπεδίου. Ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο έγιναν φρικτά εγκλήματα, όπως αυτά που διέπραξε ο Κάρατζιτς στα βουνά της Βοσνίας. Άμαχος πληθυσμός, κυρίως παιδιά βρήκαν τραγικό θάνατο από αδίστακτους δολοφόνους που ουσιαστικά στράφηκαν εναντίον των μέχρι πρότινος αδερφών τους. Γέφυρες και κτίρια καταστράφηκαν και συνολικά προκλήθηκαν ζημίες δισεκατομμυρίων. Δέσμιοι όλων αυτών, οι απλοί άνθρωποι που έζησαν και ζουν τώρα σε αυτές τις χώρες.


Σε κοντινή απόσταση από το Νόβι Σαντ βρίσκεται η Άντα, μία μικρή πόλη κοντά στα σύνορα με την Ουγγαρία. Ένα μέρος που πιο πολύ μοιάζει με χωριό, ιδιαίτερα όπως το έχουμε στο μυαλό μας σήμερα, αφού η πλειοψηφία των κατοίκων είναι υπερήλικες, τα σπίτια χαμηλά με κήπο, με ελάχιστη κίνηση στους δρόμους και με το στοιχείο της φύσης να κυριαρχεί με την δική του χρωματική παλέτα. Επιπλέον, εκεί ζουν αρκετοί Ούγγροι των οποίων η γλώσσα είναι εξαιρετικά δημοφιλής ανάμεσα στους πολίτες. Δύο από αυτούς, ο Istvan και ο Akos, αναφέρθηκαν στην Σερβία των βομβαρδισμών, του σήμερα, το γιουγκοσλαβικό παρελθόν και στη ζωή τους. Ο πρώτος είναι μέλος και συνδιοικητής μίας Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης (Μ.Κ.Ο.) ενώ ο δεύτερος εργάζεται ως φωτογράφος, μα και οι δύο είναι Ούγγροι στην καταγωγή.


«Θυμάμαι πως όταν ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί ήμουν εννέα ετών. Είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα μόνο για δύο ώρες ανά ημέρα και έπρεπε μέσα σ’ αυτό το χρόνο να κάνεις τα πάντα, να πλύνεις πιάτα, να βάλεις πλυντήριο. Αυτό κράτησε για περίπου δύο μήνες. Στο σχολείο μας είπαν μια μέρα ότι θα σταματήσουν τα μαθήματα λόγω των βομβαρδισμών» διηγείται ο Akos. «Τα βράδια μας έλεγαν να μείνουμε κάτω από το τραπέζι. Δεν ήξερες τι να περιμένεις. Ακούγαμε σειρήνες και βοές όλο το βράδυ αλλά δεν βγαίναμε να δούμε τι συμβαίνει», συμπλήρωσε ο Istvan. Ύστερα τους ρώτησα πως είναι η κατάσταση σήμερα. «Μετά το πέρας των βομβαρδισμών ήμασταν φοβερά φτωχοί και αποδεκατισμένοι. Ο μέσος Σέρβος πολίτης είναι βαθιά πληγωμένος. Ιδιαίτερα οι μεγαλύτεροι, επειδή συγκρίνουν το βιοτικό επίπεδο τον καιρό της Γιουγκοσλαβίας με το σημερινό, αλλά και γιατί νιώθουν ότι με τη διάσπαση χάθηκε ένα κομμάτι τους. Οι νεότεροι είναι επίσης προβληματισμένοι διότι δεν υπάρχουν ευκαιρίες, δεν υπάρχουν προοπτικές. Είναι δύσκολο να βρει κάποιος δουλειά και ακόμη δυσκολότερο αυτή να είναι σχετική με το αντικείμενο των σπουδών του, συγκριτικά με γειτονικές χώρες όπως η Ουγγαρία» μου αποκρίθηκε ο Istvan. Ο Akos από την πλευρά του μου είπε πως «η Γιουγκοσλαβία του Τίτο ήταν διαφορετική από τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κράτη. Η μητέρα μου λέει ότι κάθε καλοκαίρι πήγαιναν διακοπές στις παραθαλάσσιες περιοχές, υπήρχαν πολλά προϊόντα και ο κόσμος απολάμβανε όλες τις δυτικές ανέσεις. Τώρα η κατάσταση είναι δύσκολη. Εγώ πιστεύω ότι αν αγαπάς τη χώρα σου, αν έχεις καλούς φίλους, μπορείς να ζήσεις εδώ ακόμα και με αυτούς τους χαμηλούς μισθούς. Ένας φίλος μου δουλεύει στη Γερμανία δώδεκα ώρες την ημέρα και κερδίζει περισσότερα από εμένα αλλά δεν είναι χαρούμενος»
Δεν συναντάς συχνά άτομα κοντά στην ηλικία σου με τέτοιες μνήμες και εμπειρίες. Τα τελευταία λόγια του Akos όμως είναι αυτά που πιθανώς να μείνουν στο μυαλό όλων. Είναι αυτή η αισιοδοξία που θαυμάζω στους λαούς των Βαλκανίων, όπως αισιόδοξοι είμαστε και εμείς οι Έλληνες. Αν κάτι πρέπει να διασώσουμε τότε σίγουρα είναι η θετική σκέψη και η αναγνώριση ότι η ευτυχία βρίσκεται στα μικρά και στα αληθινά και όχι στα πλούτη και στον υλικό ευδαιμονισμό. Γενικότερα, είναι η θέληση για ζωή, παρά την αντιξοότητα των συνθηκών. Η δίψα για μερικές στιγμές χαράς που δεν εξαγοράζονται με όλα τα πλούτη του κόσμου.
Οι άνθρωποι στα Βαλκάνια μπορεί να χαρακτηρίζονται περίεργοι ή άξεστοι. Πράγματι, είναι ευέξαπτοι, το επίπεδο μόρφωσης τους είναι συγκριτικά χαμηλό και από πλευράς αισθητικής ίσως είναι οι πρεσβευτές του κιτς. Παρ’ όλα αυτά, είναι αυθεντικοί. Είναι η απάντηση στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη του πλούτου, της επιφάνειας, του καθωσπρεπισμού και των κακών διαπροσωπικών σχέσεων. Εδώ ο κόσμος πονάει, αγαπάει και χαμογελάει αληθινά, φανερώνοντας την αγνή φύση του ανθρώπου με όλα του τα πάθη. Φόρεσε στην πλάτη το σακίδιό σου και τόλμησε να περιηγηθείς στα Βαλκάνια. Δεν αποτελούν δημοφιλείς προορισμούς όμως αν αφεθείς στους Balkan ρυθμούς, δοκιμάσεις την παραδοσιακή τους κουζίνα και μιλήσεις με τους ανθρώπους τους, ίσως το ταξίδι να σου μείνει αξέχαστο. Βρες ντόπιους να σου δείξουν τα ωραιότερα τοπία και να πάρεις μία μικρή γεύση της καθημερινότητάς τους. Έτσι θα καταλάβεις πόσο μοιάζουμε και θα εκτιμήσεις πολλά στοιχεία της ρουτίνας τους, αλλά πάνω απ’ όλα θα πεισθείς για την αυθεντικότητα τους και τον έντονο τρόπο με τον οποίο ζουν την κάθε στιγμή.[:]